μαντέκα

μαντέκα
η фабра, мазь для усов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μαντέκα" в других словарях:

  • μαντέκα — η κηρώδης αρωματική αλοιφή για καλλωπισμό και στερέωση τών τριχών, ιδίως τού μουστακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manteca «χρίσμα»] …   Dictionary of Greek

  • μαντέκα — η (λ. ιταλ.), αρωματική αλοιφή για τον καλλωπισμό, τη βαφή και τη στερέωση του μουστακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»